πεινῶντι

πεινῶντι
πεινάω
to be hungry
pres part act masc/neut dat sg
πεινάω
to be hungry
pres ind act 3rd pl (doric)
πεινέω
pres subj act 3rd pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεινῶντ' — πεινῶντα , πεινάω to be hungry pres part act neut nom/voc/acc pl πεινῶντα , πεινάω to be hungry pres part act masc acc sg πεινῶντι , πεινάω to be hungry pres part act masc/neut dat sg πεινῶντι , πεινάω to be hungry pres ind act 3rd pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • алкати — АЛ|КАТИ (109), ЧОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Испытывать голод: не бо ре(ч) просто не ѣхъ. нъ алкахъ. алчна бо мѩ ре(ч) видѣсте и накормисте. (ἐπείνων) ПНЧ 1296, 61; аще не алчемъ. аще не жажемъ. аще студени не примемъ. аще не с звѣрми поживемъ. и плотью умремъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”